-
1 повести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. повёл-вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поведённый, βρ: -дён, -дена, -деноρ.σ.1. βλ. вести.2. σκεβρώνω.3. κουνώ, κινώ•повести бровями κουνώ τα φρύδια•
повести плечом κουνώ τον ώμο.
εκφρ.(и) глазом (бровью) не повести – αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε δίνω σημασία.1. βλ. вестись.2. αναπτύσσω σχέσεις, δεσμούς, συνδέομαι, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα•с кем -ведшься сто-го и набершья παρμ. πες μου ποια είναι η συντροφιά σου να σου πω ποια είναι η ανθρωπιά σου ή πες μου ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.